μπελαντόνα

μπελαντόνα
Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι άτροπος η μπελαντόνα. Έχει ριζικό σύστημα ριζωματώδες, βλαστό διακλαδιζόμενο, ύψους 1 μ., με φύλλα ωοειδή, ακέραια, οξύληκτα, έμμισχα, διατεταγμένα ανά δύο· τα άνθη είναι αρκετά μεγάλα, μασχαλιαία, κωδωνοειδή, πορφυροκαστανά προς το ιώδες, σε μια ποικιλία κιτρινωπά, με 5 μικρούς λοβούς στο μικρό άνοιγμα της στεφάνης. Ο καρπός είναι ράγα μελανή, ιώδης ή κιτρινωπή, στιλπνή, σφαιρική, μεγέθους κερασιού, με πολυάριθμους μικρούς σπόρους. Η μ. αυτοφύεται στα δάση της βόρειας Ελλάδας· ανθίζει το καλοκαίρι. Είναι φυτό τοξικό, πολύ επικίνδυνο· ιδίως οι καρποί του, που μοιάζουν με τα κεράσια, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές δηλητηριάσεις. Η τοξικότητα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητά του σε ατροπίνη και λιγότερο σε υοσκιαμίνη, αλκαλοειδείς ουσίες πολύ δηλητηριώδεις, που είναι όμως χρήσιμες στην ιατρική, γιατί έχουν διεγερτικές ιδιότητες επί του κεντρικού νευρικού συστήματος, ενώ ένα τρίτο προϊόν, η σκοπολαμίνη, έχει καταπραϋντική ενέργεια.
* * *
η
1. βοτ. είδος φυτού τού γένους Άτροπος, εξαιρετικά δηλητηριώδες, αλλά και φαρμακευτικό
2. πραυντικό φάρμακο το οποίο λαμβάνεται από το φυτό αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. belladonna «στρύχνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπελαντόνα — η (λ. ιταλ.), είδος φυτού από το οποίο παράγεται μια καταπραϋντική ουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… …   Dictionary of Greek

  • ευθάλεια — η (ΑΜ εὐθάλεια) [ευθαλής] νεοελλ. το φυτό άτροπος, μπελαντόνα (μσν. αρχ.) το άνθος, η ακμή («εὐδαιμονίας εὐθάλεια») …   Dictionary of Greek

  • ευθαλειούχος — ο (για φάρμακο) αυτός που περιέχει ευθάλεια, μπελαντόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθάλεια + ούχος (< έχω), πρβλ. δικαι ούχος, κεφαλαι ούχος] …   Dictionary of Greek

  • σκροφουλαριώδη — τα, Ν Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα,… …   Dictionary of Greek

  • υοσκυαμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) αλκαλοειδές που απαντά στα περισσότερα είδη τών φυτών τής οικογένειας σολανίδες και ιδίως στην μπελαντόνα και στον υοσκύαμο και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. hyoscyamin <… …   Dictionary of Greek

  • ατροπίνη — Είναι το κύριο αλκαλοειδές που περιέχεται στην μπελαντόνα (atropa belladonna), φυτό ποώδες, αειθαλές, αυτοφυές στην κεντρική και νότια Ευρώπη. Η χαρακτηριστική φαρμακολογική ιδιότητα αυτής της ουσίας είναι ότι παρεμποδίζει την περιφερειακή… …   Dictionary of Greek

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”